ταχυγράφος

ταχυγράφος
ος , ον 1. быстро пишущий;
2. (ο , η ) стенографист, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταχυγράφος" в других словарях:

  • ταχυγράφος — shorthand writer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγράφος — ο, η / ταχυγράφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γράφει γρήγορα νεοελλ. ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ταχυγράφος — ο, η 1. αυτός που γράφει γρήγορα. 2. στενογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυγράφοι — ταχυγράφος shorthand writer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγράφοις — ταχυγράφος shorthand writer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγράφον — ταχυγράφος shorthand writer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγράφους — ταχυγράφος shorthand writer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγράφων — ταχυγράφος shorthand writer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HESYCHIUS — I. HESYCHIUS Milesius, Advocati fil. Sophista, cogn. Illustris, qui tempore Auastasii Principis floruit. Scirpsit inter alia universalem Historiam; a Belo ad huc: quam Romanam et Omnigenam insetipsit. Phot. cod. 69. Vide Voll. de Hist. Groec. 1.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»